πισσουργός
From LSJ
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
English (LSJ)
ὁ, maker of pitch, ibid.
German (Pape)
[Seite 619] att. -ττουργός, Pech machend, Theer schwelend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πισσουργός: Ἀττ. πιττ-, όν, (*ἔργω) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ ναυπηγός… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, Πολυδ. Ζʹ, 101.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και αττ. τ. πιττουργός, Α
παρασκευαστής πίσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -ουργός (< έργον)].