πλάστρια

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάστρια Medium diacritics: πλάστρια Low diacritics: πλάστρια Capitals: ΠΛΑΣΤΡΙΑ
Transliteration A: plástria Transliteration B: plastria Transliteration C: plastria Beta Code: pla/stria

English (LSJ)

ἡ, fem. of πλάστης, of the μονάς, Theol.Ar.5; of φύσις, Herm. ap. Stob.1.49.69.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, fem. zu πλαστήρ, Bildnerinn, Hermes bei Stob. ecl. 1 p. 1084.

Greek (Liddell-Scott)

πλάστρια: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλάστειρα, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.

Greek Monolingual

ἡ, Α
άλλος τ. θηλ. του πλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάστης + κατάλ. θηλ. -τρια (πρβλ. δικάστρια)].