πλαγιοβάτης
From LSJ
English (LSJ)
[βᾰ], ου, ὁ, walking obliquely, dub. cj. for πλαγιοβαθεῖς, Vett.Val.110.14.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που βαδίζει πλαγίως, πλαγιοβάμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο-βάτης, καλο-βάτης.
Full diacritics: πλᾰγιοβᾰ́της | Medium diacritics: πλαγιοβάτης | Low diacritics: πλαγιοβάτης | Capitals: ΠΛΑΓΙΟΒΑΤΗΣ |
Transliteration A: plagiobátēs | Transliteration B: plagiobatēs | Transliteration C: plagiovatis | Beta Code: plagioba/ths |
[βᾰ], ου, ὁ, walking obliquely, dub. cj. for πλαγιοβαθεῖς, Vett.Val.110.14.
ὁ, Α
αυτός που βαδίζει πλαγίως, πλαγιοβάμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο-βάτης, καλο-βάτης.