πλακίδιο

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. (με υποκορ. σημ.) μικρή πλάκα
2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα με σχήμα πλατύ τετράγωνο ή ημισφαιρικό
3. φρ. α) «πλακίδιο λ/2»
(ορυκτ.) πλακίδιο από κρυσταλλικό υλικό, το οποίο προκαλεί μεταξύ τών δύο συνιστωσών του πολωμένου φωτός, δηλαδή της τακτικής και έκτακτης ακτίνας, διαφορά φάσης ίση με το μισό του μήκους κύματος
β) «πλακίδιο λ/4»
(οπτ.) πλακίδιο από διπλοθλαστικό κρύσταλλο με τέτοια πυκνότητα, ώστε όταν περνούν διά μέσου αυτού δύο πολωμένα κύματα με επίπεδα πόλωσης κάθετα μεταξύ τους, το ένα να καθυστερεί κατά το 1/4 του μήκους κύματος σε σχέση με το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα. Η λ., στον πληθ. πλακίδια, μαρτυρείται από το 1883 στον Α. Κορδέλλα].