πλαταγώ

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475

Greek Monolingual

πλαταγῶ, -έω ΝΑ
1. (κυρίως σχετικά με τα χείλη και τις παλάμες) παράγω ήχο με τη σύγκρουση πλατιών σωμάτων
2. (το ενεργ. και το μέσ.) (για πλατιά σώματα) συγκρούομαι και προκαλώ θόρυβο και ιδίως τον ήχο πλατ («τα κύματα πλαταγούν στο καΐκι»)
3. (μτβ.) παράγω δυνατό ήχο χτυπώντας κάτιτύμπανον ἐξ ἱερᾱς ἐπλατάγησε νάπης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του παταγῶ, κατ' επίδραση τών πλήσσω «χτυπώ» και πληγή.