πλυνεύς

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῠνεύς Medium diacritics: πλυνεύς Low diacritics: πλυνεύς Capitals: ΠΛΥΝΕΥΣ
Transliteration A: plyneús Transliteration B: plyneus Transliteration C: plyneys Beta Code: pluneu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, = πλύντης, πλύτης, IG2.1327, Poll.7.38.

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, = πλύντης, πλύτης, B. A. 294; nach Moeris altattisch für das spätere κναφεύς, während Thom. Mag. das Wort verwirft.

Greek (Liddell-Scott)

πλῠνεύς: ὁ, = πλύντης, πλύτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 455, Πολυδ. Ζ΄, 39.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που πλένει κάτι, ο πλύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνος + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].