πνευμοπερικάρδιο

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255

Greek Monolingual

το, Ν
ιατρ. συλλογή αέρα στην κοιλότητα του περικαρδίου, συνήθως τραυματικής προελεύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumopericardium (< πνεύμα + περικάρδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].