Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Full diacritics: ποθήνυτο | Medium diacritics: ποθήνυτο | Low diacritics: ποθήνυτο | Capitals: ΠΟΘΗΝΥΤΟ |
Transliteration A: pothḗnyto | Transliteration B: pothēnyto | Transliteration C: pothinyto | Beta Code: poqh/nuto |
Α
(κατά τον Ησύχ.) «προσήσθη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. ποτί «προς» + ἀνύω / ἀνύτω / ἁνύτω «εκτελώ, επιτελώ, φέρνω σε πέρας»].