πολύσκεπτος
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
πολύσκεπτον, far-seen, Βοώτης Arat.136.
German (Pape)
[Seite 673] viel od. weit gesehen, Βοώτης, Arat. 136.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσκεπτος: -ον, ὁ μακρόθεν ὁρώμενος, ὁρατός, Βοώτης Ἄρατ 136.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός τον οποίο μπορεί να δει κανείς από μακριά, ο καλά ορατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σκέπτομαι «παρατηρώ, παρακολουθώ»].