πολύτομος

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(κυρίως για συγγραφικό έργο) αυτός που συγκροτείται από πολλούς τόμους («πολύτομο λεξικό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τόμος (< τέμνω), πρβλ. μονότομος].