πολύτομος

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(κυρίως για συγγραφικό έργο) αυτός που συγκροτείται από πολλούς τόμους («πολύτομο λεξικό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τόμος (< τέμνω), πρβλ. μονότομος].