πολώ

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

-έω, Α πόλος
1. ανοίγω τη γη με άροτρο, αροτριώ, οργώνω
2. περιφέρομαι, περιπλανώμαι
3. συχνάζω
4. μένω, κατοικώ κάπου
5. (κατά τον Ησύχ.) «πολεῖν
νέμειν, βόσκειν».