πορφυραῖος

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

German (Pape)

[Seite 686] seltnere Form statt πορφύρειος. S. Lob. Phryn. 147.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠραῖος: -α, -ον, πορφύρειος, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 147.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
πορφύρειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δαφναῖος)].