πορφυρόχρους

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρόχρους Medium diacritics: πορφυρόχρους Low diacritics: πορφυρόχρους Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: porphyróchrous Transliteration B: porphyrochrous Transliteration C: porfyrochrous Beta Code: porfuro/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πορφυρόχροος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και πορφυρόχροος, -η, -ο / πορφυρόχροος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πορφυρό χρώμα, που έχει το χρώμα της πορφύρας, ο πορφυρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδόχρους)].