ποτηροθήκη
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἡ, table for setting out cups, sideboard, buffet, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 689] ἡ, Ort od. Tisch, worauf man Becher setzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποτηροθήκη: ἡ, τράπεζα ἐφ’ ἧς τοποθετοῦνται ποτήρια, κυλικεῖον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
τραπέζι πάνω στο οποίο τοποθετούνται ποτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήρ «ποτήρι» + θήκη.