πράσιο

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

το / πράσιον, ΝΑ πράσον
είδος φυτού γνωστού με τη λόγια ονομασία πράσιον το κοινόν και με τις κοινές ονομασίες σήμερα ασπροπρασιά, βρωμοζάκι, καλάνθρωπος, μαρμαράκι, πικροπάνι και σκουλόχορτο
νεοελλ.
γένος θαμνωδών φυτών που ανήκουν στην οικογένεια χειλανθή και που είναι αυτοφυές και στην Ελλάδα και γνωστό με την κοινή ονομασία φασόχορτο
αρχ.
είδη διαφόρων φυτών όπως ο τραγορίγανος, η βαλλωτή, και ένα είδος φύκους.