πράσιο
From LSJ
Greek Monolingual
το / πράσιον, ΝΑ πράσον
είδος φυτού γνωστού με τη λόγια ονομασία πράσιον το κοινόν και με τις κοινές ονομασίες σήμερα ασπροπρασιά, βρωμοζάκι, καλάνθρωπος, μαρμαράκι, πικροπάνι και σκουλόχορτο
νεοελλ.
γένος θαμνωδών φυτών που ανήκουν στην οικογένεια χειλανθή και που είναι αυτοφυές και στην Ελλάδα και γνωστό με την κοινή ονομασία φασόχορτο
αρχ.
είδη διαφόρων φυτών όπως ο τραγορίγανος, η βαλλωτή, και ένα είδος φύκους.