τραγορίγανος
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A goat's marjoram, Thymus teucrioides, Nic. Al.310, Cels.5.11, Dsc.3.30, Gal.12.91: also neut. τραγορίγανον, Ps.-Dsc.3.30, Cels.3.21.7, Plin.HN20.176:—τρᾰγορῑγᾰνίτης [ῑτ] οἶνος wine
A flavoured therewith, Dsc.5.45.
II τ. πλατύφυλλος organy, Origanum heracleoticum, Id.3.30, Plin. HN20.177.
2 τ. λεπτόφυλλος rock savory, Micromeria Juliana, Dsc. l. c., Plin. l. c.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγορίγανος: [ῐ], ἡ, εἶδος ὀριγάνου, Νικ. 310, Γαλην.· ὡσαύτως ἀρσεν., Διοσκ. 3. 35, Κέλσ.· ὡσαύτως οὐδ. τραγορίγανον, Γαλην. τ. 14, σ. 450, 14, Πλίν. 20, 17.
Greek Monolingual
η, ο, ΝΑ, και τραγορίγανον, τὸ, Α
είδος του φυτού ορίγανο, η θύμβρα, κν. θρουμπί
αρχ.
φρ. α) «τραγορίγανος πλατύφυλλος» — είδος ρίγανης
β) «τραγορίγανος λεπτοφυλλος» — το θρουμπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ὀρίγανος / ὀρίγανον.