πρακτύς
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ion. for πρᾶξις, EM316.34.
German (Pape)
[Seite 693] ύος, ἡ, ion. statt πρᾶξις, E. M. 316, 34.
Greek (Liddell-Scott)
πρακτύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ πρᾶξις, Ἐτυμολ. Μέγ. 316, 34.
Greek Monolingual
-ύος, ή, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ- του πράττω + επίθημα -τύς (πρβλ. αρπακτύς)].