πρατήριο

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek Monolingual

το / πρατήριον, ΝΑ, ιων. τ. πρητήριον, Α πρατήρ
νεοελλ.
1. κατάστημα όπου πωλούνται σε μικρές ποσότητες και λειανικώς προϊόντα ορισμένου είδους και προέλευσης (α. «πρατήριο ψωμιού» β. «πρατήριο βενζίνης»)
2. κατάστημα διαθέσεως προϊόντων για μέλη ορισμένου συνεταιρισμού
αρχ.
χώρος στον οποίο γίνονταν αγοραπωλησίες, αγορά, παζάρι (α. «ἵνα σφι καὶ ἀγορή τε ἐγίνετο καὶ πρητήριον», Ηρόδ.
β. «ὀπώρας πρατήρια», Πλούτ.).