πριόνι

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179

Greek Monolingual

το / πριόνιον, ΝΑ πρίων, -ονος]
(ως υποκορ. του πρίων) πριονάκι
νεοελλ.
1. οδοντωτή λεπίδα από χάλυβα που μπορεί να τεθεί σε παλινδρομική ή σε συνεχή κίνηση είτε με το χέρι είτε με μηχανικά μέσα και η οποία χρησιμοποιείται για την κοπή διαφόρων σκληρών κυρίως υλικών, λ.χ. ξύλων, λίθων, μετάλλων αλλά και πλαστικών υλικών, ακόμη και υφασμάτων
2. οδοντικό εργαλείο συνιστάμενο από αρθρωμένα τεμάχια το οποίο λειτουργεί όπως το παραπάνω
3. συνεκδ. πριονιστήριο
4. φρ. «μηχανικό πριόνι» — μηχανή κοπής ξύλων κινούμενη με ηλεκτρική ενέργεια ή με κινητήρα εσωτερικής καύσης ή, παλαιότερα, με υδραυλική ενέργεια, η οποία χρησιμοποιεί ως κοπτικό μέσο περιστρεφόμενο δίσκο με οδόντωση ή πριονοκορδέλα ή κάθετα και παλινδρομικά κινούμενο οδοντωτό έλασμα.