προεπικόπτω

From LSJ

ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → the tears of whores and public speakers are identical

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεπικόπτω Medium diacritics: προεπικόπτω Low diacritics: προεπικόπτω Capitals: ΠΡΟΕΠΙΚΟΠΤΩ
Transliteration A: proepikóptō Transliteration B: proepikoptō Transliteration C: proepikopto Beta Code: proepiko/ptw

English (LSJ)

cut down, trim first, στήλας IG7.3073.68,145(Lebad.).

Greek (Liddell-Scott)

προεπικόπτω: ἐπικόπτω (δηλ. κόπτω τὸ ἄκρον) πρότερον, προεπικόψας τὰς στήλας Ἐπιγρ. Λεβαδ. Dittenb. 2540, 68 (πρβλ. 145, Michel 589), ἴδε ἐπικοπή.

Greek Monolingual

Α ἐπικόπτω
κόβω προηγουμένως το άκρο.