προκάρπιον

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκάρπιον Medium diacritics: προκάρπιον Low diacritics: προκάρπιον Capitals: ΠΡΟΚΑΡΠΙΟΝ
Transliteration A: prokárpion Transliteration B: prokarpion Transliteration C: prokarpion Beta Code: proka/rpion

English (LSJ)

τό, the part of the hand next the καρπός, Poll.2.142.

German (Pape)

[Seite 728] τό, die Vorderhand, Diosc., zw.

Greek (Liddell-Scott)

προκάρπιον: τό, τὸ μέρος τῆς χειρὸς τὸ πρὸ τοῦ καρποῦ Πολυδ. Β΄, 142.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το πρόσθιο μέρος του χεριού μέχρι τον καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καρπός (ΙΙ) (πρβλ. μετακάρπιον)].