προκινώ

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

Greek Monolingual

-έω, Α κινῶ
1. (κυρίως σχετικά με στράτευμα) οδηγώ προς τα εμπρός
2. προκαλώ ή αρχίζω προηγουμένως («προκινεῖν τὴν μάχην», Διόδ.)
3. διεγείρω ή εξεγείρω εκ τών προτέρων («προκινεῖν τὴν τοῦ νέου ψυχήν», Πλούτ.)
4. μεσ. προκινοῦμαι, -έομαι
χορεύω μπροστά στη θέα κάποιου.