προκινώ

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

-έω, Α κινῶ
1. (κυρίως σχετικά με στράτευμα) οδηγώ προς τα εμπρός
2. προκαλώ ή αρχίζω προηγουμένως («προκινεῖν τὴν μάχην», Διόδ.)
3. διεγείρω ή εξεγείρω εκ τών προτέρων («προκινεῖν τὴν τοῦ νέου ψυχήν», Πλούτ.)
4. μεσ. προκινοῦμαι, -έομαι
χορεύω μπροστά στη θέα κάποιου.