ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
-έω, Α κινῶ
1. (κυρίως σχετικά με στράτευμα) οδηγώ προς τα εμπρός
2. προκαλώ ή αρχίζω προηγουμένως («προκινεῖν τὴν μάχην», Διόδ.)
3. διεγείρω ή εξεγείρω εκ τών προτέρων («προκινεῖν τὴν τοῦ νέου ψυχήν», Πλούτ.)
4. μεσ. προκινοῦμαι, -έομαι
χορεύω μπροστά στη θέα κάποιου.