προοιωνίζομαι

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

Ν
παρέχω οιωνούς, προμηνύω, δίνω την ευκαιρία για προβλέψεις (α. «η άνοδος του πληθωρισμού προοιωνίζεται πτώση του βιοτικού επιπέδου» β. «η απόφαση του μόνο κακά προοιωνίζεται»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + οἰωνίζομαι (< οἰωνός). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Γ. Παπασλιώτη].