προπόνηση

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

η, Ν
(αθλ.) προγύμναση ενός αθλητή ή μιας αθλητικής ομάδας με στόχο τη διατήρηση της αγωνιστικότητας αλλά και την τεχνική και φυσική βελτίωση κάθε αγωνιζόμενου, προγύμναση που γίνεται μεθοδικά έτσι ώστε οι αθλητές να παρουσιάζουν τη μέγιστη απόδοσή τους στην κατάλληλη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προπονώ. Η λ., στον λόγιο τ. προπόνησις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].