προπονώ
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
Greek Monolingual
προπονῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
1. προγυμνάζω αθλητή ή αθλητική ομάδα προκειμένου να διεκδικήσει τη νίκη σε έναν αγώνα
2. μέσ. προπονούμαι
κάνω προπόνηση
αρχ.
1. κοπιάζω προηγουμένως
2. κοπιάζω για χάρη κάποιου ή υπερασπίζοντας κάποιον
3. μοχθώ για να αποκτήσω κάτι
4. έχω πόνους προηγουμένως («ἢν προπεπονηκός τι ᾖ πρὸ τοῦ νοσέειν», Ιπποκρ.)
5. (αμτβ.) (ιδίως για άλογο) καταπονούμαι από πριν
6. (μτβ.) καταπονώ κάποιον από πριν («ᾤοντο δεῖν περιμένειν καὶ μὴ προπονεῖν ἑαυτούς», Πλούτ.)
7. παθ. προπονοῦμαι, -έομαι
α) προετοιμάζομαι, προπαρασκευάζομαι
β) καταπονούμαι από δεινά που έχουν προηγηθεί.