προσρήσσω
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
= προσρήγνυμι, M.Ant.4.49 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 779] att. -ττω, = προσρήγνυμι, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσρήσσω: προσρήγνυμι. Μᾶρκ. Ἀντων. 4. 49, ἐν τῷ Παθ.
Greek Monolingual
Α
παθ. προσρήσσομαι
προσκρούω με ορμή πάνω σε κάτι («ρηγνύμενον, προσρησσόμενον, φθειρόμενον τὸ κῡμα», Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ῥήσσω, σπανιότερος τ. του ῥήγνυμι.
Chinese
原文音譯:prosr»gnumi 普羅士-雷格匿米
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向著-裂開
字義溯源:衝向前,突破,毀壞,沖,一沖;由(πρός)=向著)與(ῥάσσω / ῥήγνυμι / ῥήσσω)*=破裂)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 一沖(1) 路6:49;
2) 沖著(1) 路6:48