προσφάγι

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

το / προσφάγιον, ΝΜΑ, και προσφάι Ν
καθετί που τρώγεται με ψωμί ως συμπλήρωμά του (α. «τοῦ προσφαγίου ἡ μέριμνα κι ἡ λεῖψις τοῦ ψωμίου / τάς ἐνθυμήσεις τὰς πολλὰς πολλὰ τὰς περικόπτουν», Πρόδρ.
β. «ὀσπρίου ἤ ἄλλου τινὸς προσφαγίου», Σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
1. έδεσμα, φαγητό, ιδίως κρέας
2. μτφ. παράνομη μεσιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θ. φαγ- του φαγεῖν + επίθημα -ιον].