προσωποποιώ

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

προσωποποιῶ, -έω, Ν ΜΑ προσωποποιός)
εμφανίζω άψυχο πράγμα ή αφηρημένη έννοια ως έμψυχο που μιλά και δρα, κάνω προσωποποίηση
αρχ.
1. μεσ. προσωποποιοῦμαι, -έομαι
ταυτίζω ένα πρόσωπο με κάποιο άλλο
2. φρ. «διάλογον προσωποποιῶ» — δραματοποιώ έναν διάλογο.