προτού

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

προτοῦ ΝΑ
(σύνδ. χρον.) πριν από (α. «άναβε το λυχνάρι σου προτού να σε 'βρει η νύχτα», παροιμ.
θ. «ξυπνάει προτού χαράξει» γ. «προτοῦ ἐγκλεισθῶ» — προτού αποχωρίσω από τον κόσμο και κλειστώ σε μοναστήρι, Μόσχ. Ι.
δ. «ξύμμαχοί τε γὰρ οὐδενὸς πω ἐν τῷ πρὸ τοῦ ἑκούσιοι γενόμενοι [χρόνου]», Θουκ.)
νεοελλ.
(ως επίρρ.) πρωτύτερα, προηγουμένως, πριχού, («μερικές μέρες προτού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. πρό τοῦ + απρμφ., που σε μτγν. φάση άρχισε να συντάσσεται με ρήμα].