Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: πρωϊανθής | Medium diacritics: πρωϊανθής | Low diacritics: πρωϊανθής | Capitals: ΠΡΩΪΑΝΘΗΣ |
Transliteration A: prōïanthḗs | Transliteration B: prōianthēs | Transliteration C: proianthis | Beta Code: prwi+anqh/s |
πρωϊανθές, flowering early, Thphr. CP 5.1.12.
[Seite 803] ές, früh blühend, Theophr., im Gegensatz von ὀψιανθής.
-ές, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που ανθίζει νωρίς, πρώιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκανθής, νεανθής].