πρόσωπος

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσωπος Medium diacritics: πρόσωπος Low diacritics: πρόσωπος Capitals: ΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: prósōpos Transliteration B: prosōpos Transliteration C: prosopos Beta Code: pro/swpos

English (LSJ)

ὁ, = πρόσωπον, τό (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

πρόσωπος: ὁ, = πρόσωπον, τό, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 39· ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πρόσωπον με αλλαγή γένους].

German (Pape)

ὁ, = τὸ πρόσωπον.