πρόταξις
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
προτάξεως, ἡ,
A posting in front, (ψιλῶν) Ascl.Tact.6.1.
II prefixing, ἐν προτάξει εἶναι τοῦ ῥήματος, opp. ἐν ὑποτάξει, A.D.Adv.125.7, al.: pl., dub. in Id.Synt.199.8.
German (Pape)
[Seite 790] ἡ, das Voranordnen, Voranstellen, Clem. Al. Bes. das erste Glied eines Treffens, Vordertreffen.
Greek (Liddell-Scott)
πρόταξις: ἡ, τὸ προτάσσειν, τὸ τάσσειν ἔμπροσθεν, ἐμπρός, Κλήμ. Ἀλ. 558, Εὐσ. κλπ. ― Κατὰ Σουΐδ.: «πρόταξις ψιλῶν ὅταν τῶν ἄλλων ἐν πολέμῳ οὗτοι προτάττωνται, ὑπόταξις δὲ ὅταν ὑποτάττωνται, προσύνταξις δὲ ὅταν καὶ ἐμπλεκόμενοι τῇ φάλαγγι παρ’ ἄνδρα τάττωνται. λέγεται καὶ παρένταξις τοῦτο».