πτάμενος

From LSJ

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. ao.2 de ἵπταμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτάμενος -η -ον ptc. aor. van πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

πτάμενος: part. aor. 2 к ἵπταμαι (med. к ἵπτημι).

Greek (Liddell-Scott)

πτάμενος: -η, -ον, μετοχ. ἀορ. τοῦ πέταμαι, Ἰλ.

English (Autenrieth)

see πέτομαι.

Greek Monotonic

πτάμενος: -η, -ον, μτχ. αορ. βʹ του πέταμαι.