Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτερορρυώ

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

πτερορρυῶ, -έω, ΝΜΑ
(αμτβ.) αποβάλλω το φτέρωμα, χάνω τα φτερά μου, μαδώ («ἀλλὰ τὸν χειμῶνα πάντα τὤρνεα πτερορρυεῖ», Αριστοφ.)
αρχ.
μτφ. α) ληστεύομαι από κάποιον, με κλέβουν («ὥς πτερορρυεῖ, ἅτε γὰρ ὤν γενναῖος ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν τίλλεται», Αριστοφ.)
β) χάνω τη δύναμη να πετάξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -ρρυῶ (< -ρους < ῥέω / ῥύω), πρβλ γονο-ρρυῶ, τριχο-ρρυῶ].