πτωχογνωμοσύνη

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek (Liddell-Scott)

πτωχογνωμοσύνη: ἡ, φιλαργυρία, Κ. Μανασσ. Χρον. 5798.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
νοοτροπία φτωχού, φιλαργυρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -γνωμοσύνη (< -γνώμων < γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. μεγαλογνωμοσύνη.