πυγίδιο

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

το / πυγίδιον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. α) το τελευταίο τμήμα του σώματος τών δακτυλιοσκωλήκων και τών αρθροπόδων που φέρει την έδρα και στερείται κοιλώματος
β) το σύνολο τών οπίσθιων μεταμερών που έχουν συγχωνευθεί στο σώμα τών τριλοβιτών
γ) το ανώτερο τμήμα του τελευταίου κοιλιακού δακτυλίου τών εντόμων
αρχ.
ειρων. μικρή πυγή, αδύνατα οπίσθια («ἐπ' ἄκρων τῶν πυγιδίων ἐκάθισε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. νησίδιον). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pygidium].