ρέμβη

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

ῥέμβη, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
ο ρεμβασμός, η ευάρεστη περιπλάνηση της φαντασίας και της σκέψης
αρχ.-μσν.
η περιπλάνηση, το να γυρίζει κάποιος εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ῥέμβομαι].