ραβδονόμος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που κρατά και κινεί ράβδο, ραβδοφόρος
2. (για τους Ρωμαίους) αυτός που κρατά δέσμη ράβδων με πέλεκυ στη μέση, ο ραβδούχος
3. (για άρχοντα) αυτός που φέρει ράβδο ως ένδειξη της εξουσίας που έχει, όπως λ.χ. ήταν ο δικαστής ή ο κριτής ενός αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -νόμος].