ρηξιγενής

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
1. (για πετρώματα) αυτός που προέρχεται από διάρρηξη του στερεού φλοιού της Γης
2. φρ. «ρηξιγενείς κοιλάδες» — μεγάλα χάσματα της Γης τα οποία διανοίχθηκαν από τεκτονικά αίτια, σε αντιδιαστολή με τις ποτάμιες ή τις παγετώδεις κοιλάδες, οι οποίες δημιουργούνται από τη διαβρωτική ενέργεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + -γενής (< γένος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἄστυ].