ρηξιγενής
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
Greek Monolingual
-ές, Ν
1. (για πετρώματα) αυτός που προέρχεται από διάρρηξη του στερεού φλοιού της Γης
2. φρ. «ρηξιγενείς κοιλάδες» — μεγάλα χάσματα της Γης τα οποία διανοίχθηκαν από τεκτονικά αίτια, σε αντιδιαστολή με τις ποτάμιες ή τις παγετώδεις κοιλάδες, οι οποίες δημιουργούνται από τη διαβρωτική ενέργεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + -γενής (< γένος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἄστυ].