ρυσίβωμος
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φυλάγει, που υπερασπίζεται τους βωμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι- του ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + βωμός (πρβλ. ὁμόβωμος)].