ρόβι
From LSJ
Greek Monolingual
το, και ρόβη, η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Ervum ervilia του γένους όροβος, που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες της τάξης φαβώδη και το οποίο καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τους καρπούς και μερικές φορές για τον σανό του, που αποτελούν αξιόλογη ζωοτροφή για τα βοειδή και τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορόβιον, υποκορ. του όροβος, με σίγηση του αρκτικού -ο-. Ο τ. ρόβη κατά τα θηλ.].