σέκτα

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114

Greek Monolingual

και σέχτα, η, Ν
1. αίρεση, οργανωμένη ομάδα προσώπων στους κόλπους μιας θρησκείας, τα οποία έχουν τις ίδιες πεποιθήσεις
2. πολιτική μερίδα κόμματος με στενές δογματικές αντιλήψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secta, μτχ. του sequor «ακολουθώ»].