σακκοϋφάντης

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκοϋφάντης Medium diacritics: σακκοϋφάντης Low diacritics: σακκοϋφάντης Capitals: ΣΑΚΚΟΫΦΑΝΤΗΣ
Transliteration A: sakkoüphántēs Transliteration B: sakkouphantēs Transliteration C: sakkoyfantis Beta Code: sakkou+fa/nths

English (LSJ)

σακκοϋφάντου, ὁ, saccarius, Glossaria; cf. σακχυφάντης.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
τεχνίτης που υφαίνει σάκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκκος + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριοϋφάντης].