σαννίων

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαννίων Medium diacritics: σαννίων Low diacritics: σαννίων Capitals: ΣΑΝΝΙΩΝ
Transliteration A: sanníōn Transliteration B: sanniōn Transliteration C: sannion Beta Code: sanni/wn

English (LSJ)

ὁ, = σάννας, Arr.Epict.3.22.83.

German (Pape)

[Seite 861] ὁ, ein Possenreißer, zw., s. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

σαννίων: ὁ, = σάννας, Λατ. sannio, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 83.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σάννας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαν- του σαίνω (πρβλ. αόρ. -σαν-α / -σην-α) με εκφραστικό διπλασιασμό του -ν- + επίθημα -ίων (πρβλ. μαχαιρίων)].