σαραντάπηχος

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / σαραντάπηχος, -η, -ον, ΝΜ
1. αυτός που έχει μήκος ή ύψος σαράντα πήχεων
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Σαραντάπηχοι
(λαογρ.) άνθρωποι που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ρωμαλέοι και πανύψηλοι και κατοικούσαν στο όρος Ίδη της Κρήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + -πηχος (< πήχυς), πρβλ. τετράπηχος].