γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
η, Νσαχλός, ανούσιος, άνοστος λόγος ή σαχλή πράξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαχλός + κατάλ. -(α)μάρα (πρβλ. κουτός: κουταμάρα].