σεμνοκόπος

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνοκόπος Medium diacritics: σεμνοκόπος Low diacritics: σεμνοκόπος Capitals: ΣΕΜΝΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: semnokópos Transliteration B: semnokopos Transliteration C: semnokopos Beta Code: semnoko/pos

English (LSJ)

σεμνοκόπον, affecting grandeur, Id.Vit.p.36 J.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μιλά με κομπορρημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος.